ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

boa σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
boa

βόας◼◼◼

oboa

όμποε (óboe)◼◼◼

οξύαυλος

οξύαυλος (oxíavlos)

Oboa

Όμποε◼◼◼

snowboardozás

snowboarding

Το ιστορικό σας