ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

birtok σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kisbirtok

μικροκαλλιέργεια

magánterület/birtok

ιδιωτικός τομέας

12

Το ιστορικό σας