ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bevásárló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bevásárló

ψώνια◼◼◼

bevásárlókocsi

καροτσάκι

bevásárlóközpont

σουπερμάρκετ◼◼◼

εμπορικό κέντρο◼◼◻

kaphatok egy bevásárlószatyrot, kérem?

μπορώ να έχω μια σακούλα, παρακαλώ;

kaphatok még egy bevásárlószatyrot?

μπορώ να έχω άλλη μια σακούλα, παρακαλώ;

Το ιστορικό σας