ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beton σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beton

σκυρόδεμα◼◼◼

τσιμέντο◼◼◻

μπετόν◼◻◻

συγκεκριμένος

τσιμεντένιος

betongyártó ipar

βιομηχανία προϊόντων σκυροδέματος

vasbeton

οπλισμένο σκυρόδεμα◼◼◼

σκυρόδεμα◼◼◼

μπετόν αρμέ

Το ιστορικό σας