ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beruház σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beruház

επενδύω

beruházás

επένδυση◼◼◼

έργο◼◼◻

προβολή◼◻◻

beruházó

επενδυτής◼◼◼

környezetvédelmi beruházás

περιβαλλοντική επένδυση

szennyezésellenőrzési beruházás

επένδυση για τον έλεγχο της ρύπανσης

Το ιστορικό σας