ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

benzol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
benzol

βενζένιο◼◼◼

βενζόλη◼◻◻

βενζόλιο/βενζένιο

Το ιστορικό σας