ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

benyomás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
benyomás

εντύπωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

az a benyomásom, hogy...

έχω την εντύπωση ότι...

Το ιστορικό σας