Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
εντόσθια▼
μπλέκω▼
(pl. kétes ügyletekbe) μπλέκω (-ξω), μπλέκομαι (-χτώ)▼
↑