ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

belek σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
belek

εντόσθια

belekever (→ μπλέκομαι belekeveredik)

μπλέκω

belekeveredik

(pl. kétes ügyletekbe) μπλέκω (-ξω), μπλέκομαι (-χτώ)

Το ιστορικό σας