ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(pl. kétes ügyletekbe) μπλέκω (-ξω), μπλέκομαι (-χτώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(pl. kétes ügyletekbe) μπλέκω (-ξω), μπλέκομαι (-χτώ)

belekeveredik