ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

belépés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
belépés

είσοδος◼◼◼

η είσοδος, (integráció) η ένταξη◼◼◼

καταχώριση◼◼◻

εγγραφή◼◻◻

εμφάνιση◼◻◻

εισιτήριο

λήμμα

az Európai Unióba történő belépésünk

η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ingyenes belépés

δωρεάν είσοδος◼◼◼

Το ιστορικό σας