ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bejár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bejár

διατρέχω

bejárat

η είσοδος◼◼◼

πύλη◼◼◻

λήμμα

bejárat, belépő

είσοδος (η)

bejárati ajtó

μπροστινή πόρτα

bejárás

πρόσβαση◼◼◼

bejárónő

παραδουλεύτρα

ajtó, kapu, bejárat

θύρα (thýra)

πόρτα (pórta)

bezárja éjszakára a bejárati ajtót?

κλειδώνετε την μπροστινή πόρτα τη νύχτα;

van kerekesszékes bejárójuk?

υπάρει πρόσβαση για αναπηρικό καροτσάκι;

Το ιστορικό σας