ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

becsuk σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
becsuk

κλείνω (-σω)

becsuk, zár

κλείνω

becsukná a bal szemét és elolvasná ezt a jobb szemével?

μπορείτε να κλείσετε το αριστερό σας μάτι και να διαβάσετε αυτό με το δεξί;

Το ιστορικό σας