ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

becsületes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
becsületes

έντιμος

τίμιος

τίμιος (-α-ο)

becsületesség

εντιμότητα

τιμιότητα

nem becsületes / tisztességtelen

ανειλικρινής

Το ιστορικό σας