ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

becsület σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
becsület

η τιμή◼◼◼

τιμή◼◼◼

τιμώ

becsületes

έντιμος

τίμιος

τίμιος (-α-ο)

becsületesség

εντιμότητα

τιμιότητα

becsületszó

λόγος της τιμής

nem becsületes / tisztességtelen

ανειλικρινής

Το ιστορικό σας