ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

balzsam σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
balzsam

βάλσαμο◼◼◼

bebalzsamoz

ταριχεύω

szájbalzsam

lip balm

Το ιστορικό σας