ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bűz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bűz

βρόμα

η δυσοσμία

μπόχα

μυρίζω

μυρωδιά

bűzlik

αισθάνομαι

βρομώ

μπόχα

μυρίζω

bűzös borz

μεφίτιδα

szag/bűz

οσμή

Το ιστορικό σας