ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bór σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bór

Βόριο◼◼◼

βόριο (vório)◼◼◼

bórax

βόρακας◼◼◼

Το ιστορικό σας