ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bódé σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bódé

καλύβα

kerti fabódé / kerti szerszámok raktára

υπόστεγο

újságosbódé

περίπτερο

Το ιστορικό σας