ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

béta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
béta

βήτα◼◼◼

Béta-bomlás

Διάσπαση βήτα

béta-sugárzás

ακτινοβολία β

ακτινοβολία βήτα

analfabéta

αγράμματος

αναλφάβητος

Το ιστορικό σας