ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bélgyulladás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bélgyulladás

εντερίτιδα◼◼◼

vakbélgyulladás

σκωληκοειδίτιδα

Το ιστορικό σας