ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

avar σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
zavaros

θαμπός

θολός

μπερδεμένος (-η-ο)

συγκεχυμένος

zavarosság

θόλωση

zavart

μπερδεμένος

zűrzavar

σύγχυση◼◼◼

αποδιοργάνωση

αταξία

μπέρδεμα

παραζάλη

συνονθύλευμα

χάος

123

Το ιστορικό σας