ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

arzén σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
arzén

αρσενικό (arsenikó)◼◼◼

Arzén

Αρσενικό (χημικό στοιχείο)◼◼◼

Το ιστορικό σας