ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ara σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ehhez egy év garancia jár

έρχεται με εγγύηση για ένα χρόνο

éjszakai buszjárat

νυχτερινό λεωφορείο

eláraszt

πλημμυρίζω

elárultad a barátaidat!

πρόδωσες τους φίλους σου!

elektromos áram

ηλεκτρικό ρεύμα◼◼◼

elektromos áram fogyasztás

κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

elfárad

κουράζομαι (-στώ)

eljárás

διαδικασία◼◼◼

κίνηση◼◼◻

λειτουργία◼◼◻

επιχείρηση◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

πράξη◼◼◻

καταγγελία◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

ενέργεια◼◼◻

αγωγή◼◻◻

δράση◼◻◻

δίωξη◼◻◻

φορτίο◼◻◻

επιμέλεια◼◻◻

φόρτιση◼◻◻

επίθεση◼◻◻

διάβημα◼◻◻

επέμβαση◼◻◻

χρέωση◼◻◻

υπευθυνότητα

(procedúra) η διαδικασία

προτσές

eljárási

διαδικαστικός◼◼◼

eljárásjog

δικονομικό δίκαιο◼◼◼

elmagyaráz

εξηγώ (-ήσω)

elmarad

ακυρώνομαι

ματαιώνεται (-θεί)

elmaradott

καθυστερημένος (-η-ο)

elmaradott ország

καθυστερημένη χώρα

elnézést, semmink nem maradt

συγγνώμη δεν έχει μείνει τίποτα

elnézést amiért megvárakoztattam

συγγνώμη για την καθυστέρηση

előre nem látható, váratlan

απρόοπτος (-η-ο)

előzetes eljárások

προκαταρκτική διαδικασία

6789

Το ιστορικό σας