ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

arám σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
arám

ρεύμα

arámi

Αραμαίος

αραμαϊκά

Αραμαϊκή

αραμαϊκός

karám

κελί◼◼◼

μαντρί◼◼◼

φράγμα◼◼◻

μάντρα

μαντρώνω

στάνη

στιλό

στρούγκα

Το ιστορικό σας