ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

apostol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
apostol

απόστολος

Apostoli Szentszék

Αγία Έδρα◼◼◼

Az apostolok cselekedetei

Πράξεις των Αποστόλων

Pál apostol

Απόστολος Παύλος

Szent András (apostol)

Απόστολος Ανδρέας

Το ιστορικό σας