ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

anyagi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
anyagi

υλικό◼◼◼

υλικός

anyagi (pénzügyi)

οικονομικός (-ή-ό)◼◼◼

anyagi gondjaim vannak

έχω οικονομικά προβλήματα

gazdasági, anyagi, gazdaságos

οικονομικός (-ή-ό)

Το ιστορικό σας