ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

andorra σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Andorra

Ανδόρα◼◼◼

Ανδόρρα (Andórra) or Ανδόρα (Andóra)◼◼◻

Andorra la Vella

Ανδόρρα λα Βέγια

andorrai

Ανδορρανός

Το ιστορικό σας