ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

alázat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
alázat

ταπεινοφροσύνη

ταπεινότητα

alázatos

ταπεινός

alázatosan

ταπεινά

gyalázatos

απεχθής

εξωφρενικός

Το ιστορικό σας