ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akusztikai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akusztikai

ακουστική◼◼◼

akusztikai kényelem

ακουστική άνεση

akusztikai minőség

ηχητική (ακουστική) ποιότητα

akusztikai tulajdonság

ακουστότητα

Το ιστορικό σας