ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akta

φάκελος◼◼◼

έγγραφο◼◼◻

αρχείο◼◼◻

σειρά◼◻◻

λίμα

λιμάρω

ντοκουμέντο

ρινίζω

τεκμήριο

aktatáska

χαρτοφύλακας◼◼◼

χαρτοφυλάκιο

alaktan

μορφολογία

Kataphrakta

Κατάφρακτος

laktanya

ο στρατώνας

στρατώνας

lakta

χορταστικός (-ή-ό)

reaktancia

άεργη αντίσταση◼◼◼

Το ιστορικό σας