ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akkumulátor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akkumulátor

συσσωρευτής◼◼◼

μπαταρία◼◼◼

ηλεκτρικός συσσωρευτής

αποταμιευτής

πυροβολαρχία

akkumulátor ártalmatlanítás

απόρριψη (κενών) μπαταριών

akkumulátor/elem

μπαταρία

συσσωρευτής

az akkumulátorom már majdnem lemerült

θα πέσει η μπαταρία μου

elektromos akkumulátor

ηλεκτρική στήλη

Το ιστορικό σας