ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akadályozás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akadályozás

παρακώλυση◼◼◼

παρεμπόδιση◼◼◼

εμπόδιο◼◻◻

szennyezés megelőzése/akadályozása

πρόληψη της ρύπανσης

Το ιστορικό σας