ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

adós σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
adós

οφειλέτης◼◼◼

οφειλέτρια◼◼◻

χρεώστης◼◻◻

adósság

χρέος◼◼◼

οφειλή◼◼◻

υποχρέωση◼◻◻

καθήκον◼◻◻

adósságszolgálat

εξυπηρέτηση χρέους◼◼◼

feladószelvény

δελτίο αποστολής

közös adós

συνοφειλέτης

ragadós

κολλώδης◼◼◼

καλτσόν

államadósság

δημόσιο χρέος◼◼◼

Το ιστορικό σας