ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

adás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötőhártya-gyulladás

επιπεφυκίτιδα

lemaradás

καθυστέρηση◼◼◼

lázadás

ανταρσία◼◼◼

εξέγερση◼◼◻

κίνημα◼◼◻

η εξέγερση

στάση

maghasadás

πυρηνική σχάση◼◼◼

σχάση◼◼◼

Maghasadás

Πυρηνική σχάση◼◼◼

magolvadás

τήξη του πυρήνα

magántulajdon közhasználatra való átadásáról nyilatkozat

επίσημη αναγνώριση του κοινωφελούς χαρακτήρα

megtagadás

άρνηση◼◼◼

mikor kezdődik az előadás?

τι ώρα ξεκινάει η παράσταση;

milyen műfajú az előadás?

τι είδους παραγωγή είναι;

mutáns mikroorganizmus kiáradás

αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) μεταλλαγμένων

májgyulladás

ηπατίτιδα◼◼◼

nukleáris hasadás

πυρηνική σχάση◼◼◼

nyelőcsőgyulladás

οισοφαγίτιδα

odaadás

αφοσίωση

olvadás

τήξη◼◼◼

απόψυξη◼◻◻

λιώνω

ξεπαγώνω

Olvadáspont

Σημείο τήξης◼◼◼

olvasztás/olvadás

τήξη

orvvadász

λαθροθήρας

orvvadászat

λαθροθηρία◼◼◼

poggyászkiadás

βαλίτσες

politikai tanácsadás

παροχή συμβουλών πολιτικής◼◼◼

rothadás

σήψη◼◼◼

αποσύνθεση◼◻◻

adás

πρόσκληση◼◼◼

adásul

επιπλέον◼◼◼

επιπροσθέτως◼◼◻

rövidre eladás

ανοικτή πώληση◼◼◼

szakadás

διακοπή◼◼◼

σχίσιμο◼◼◻

ασυνέχεια◼◻◻

διάσπαση◼◻◻

2345

Το ιστορικό σας