Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
ματογυάλια▼◼◼◼
ματογυάλια (matoyialia) (n'p), γυαλιά (yialia) (n'p)▼◼◼◼
Γυαλιά▼◼◼◼
σκούφος▼
πουλάτε γυαλιά ηλίου;▼
«<12↑