ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ütközés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ütközés

σύγκρουση◼◼◼

ütközésmérő

προσκρουστήρας/κρούστης

összeütközés

σύγκρουση◼◼◼

Το ιστορικό σας