ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ürít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ürít

κενό◼◼◼

κενός◼◼◼

εκκενώνω

ürítés

κένωση◼◼◼

εκκένωση◼◼◻

kiürít

εκκενώνω

kiürítés

εκκένωση◼◼◼

κένωση◼◻◻

kérem ürítse ki a zsebeit

παρακαλώ αδειάστε τις τσέπες σας

Το ιστορικό σας