ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

úttörő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
úttörő

πρωτοπόρος◼◼◼

πιονιέρος

πρωτοποριακός

σκαπανέας

Το ιστορικό σας