ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

útlevél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
útlevél

διαβατήριο (diavatírio)◼◼◼

διαβατήριο (το)◼◼◼

útlevélellenőrzés

έλεγχος διαβατηρίων

minden útlevél

όλα τα διαβατήρια

Το ιστορικό σας