ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

összetevő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
összetevő

συστατικό◼◼◼

συνιστώσα◼◼◻

εξάρτημα

légkör összetevő

συστατικό της ατμόσφαιρας

táj összetevők

(συστατικό) στοιχείο του τοπίου

στοιχείο του τοπίου

Το ιστορικό σας