ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

összetétel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
összetétel

σύνθεση◼◼◼

σύσταση◼◼◻

μείγμα◼◼◻

συγκρότηση◼◻◻

kémiai összetétel

χημική σύνθεση/χημική σύσταση

lakosság összetétele

σύνθεση του πληθυσμού

légkör összetétel

σύσταση της ατμόσφαιρας◼◼◼

színösszetétel

χρωματική σύνθεση

üzemanyag összetétel

σύνθεση καυσίμου◼◼◼

Το ιστορικό σας