ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

összegyűjt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
összegyűjt

συγκεντρώνουν◼◼◼

μάζα◼◼◻

μαζεύω

συγκαλώ

συνάω

összegyűjtés

συλλογή◼◼◼

είσπραξη◼◻◻

összeszed, összegyűjt (→

μαζεύω

Το ιστορικό σας