ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

örökkévaló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
örökkévaló

αιώνιος

örökkévalóság

αιωνιότης

αιωνιότητα

αϊδιότης

Το ιστορικό σας