ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

örök σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
törökfürdő

χαμάμ◼◼◼

Törökország

Τουρκία (Tourkía)◼◼◼

Τουρκία (η)◼◼◼

világörökség része

τοποθεσία παγκόσμιας κληρονομιάς

állatörökség

ζωική κληρονομιά

Észak-Ciprusi Török Köztársaság

Βόρεια Κύπρος

Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου

12

Το ιστορικό σας