ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önző σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önző

εγωιστής

εγωιστικός

gazdasági ösztönző

οικονομικό κίνητρο◼◼◼

kölcsönző

δανειολήπτης

környezeti ösztönző

περιβαλλοντικό πριμ (κίνητρο)

szennyezés elleni ösztönző

αντιρρυπαντική πρωτοβουλία

ösztönző

κίνητρο◼◼◼

ösztönző adó

φόρος κινήτρου

Το ιστορικό σας