ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κίνητρο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κίνητρο

ösztönző◼◼◼

ösztönzés◼◼◼

ok◼◼◻

indok◼◻◻

motiváció◼◻◻

indíték◼◻◻

motor

οικονομικό κίνητρο

gazdasági ösztönző◼◼◼

περιβαλλοντικό πριμ (κίνητρο)

környezeti ösztönző