ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önműködő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önműködő

αυτόματο◼◼◼

αυτόματος◼◼◻

önműködően

αυτόματα◼◼◼

Το ιστορικό σας