ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önként σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önként

εθελοντικός◼◼◼

önkéntes

εθελοντής◼◼◼

εθελοντικός◼◼◻

εκούσιος◼◼◻

προαιρετικός◼◼◻

εθελούσιος◼◻◻

önkéntesség

εθελοντισμός◼◼◼

egy kis önkéntes munkát végzek

κάνω εθελοντική εργασία

Το ιστορικό σας