ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ózon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Ózon

Όζον◼◼◼

ózonizálás

μετατροπή σε όζον/οζονοποίηση

ózonréteg

στιβάδα του όζοντος◼◼◼

όζον◼◻◻

οζονόσφαιρα

στρώμα του όζοντος

ózonréteg elvékonyodása

εξασθένηση (εξάντληση) της στιβάδας του όζοντος

ózonréteg elvékonyodási potenciál

δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος

légköri ózon

ατμοσφαιρικό όζον

Το ιστορικό σας