ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ízlel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ízlel

γεύομαι

γεύση

γούστο

δοκιμάζω

ízlelni

να γεύεσαι

ízlelés

γευστικός◼◼◼

Το ιστορικό σας